- προσεπιπνέω
- Α [ἐπιπνέω](για άνεμο) πνέω επί πλέον ευνοϊκά («αὔρα μαλακὴ προσεπέπνει», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπιπνέει — προσεπιπνέω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) προσεπιπνέω pres ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιπνεῖσθαι — προσεπιπνέω pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιπνεῦσαι — προσεπιπνέω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)